Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

I don't want to get out of my dream house, I hate the reality you made

Ακουω τα συρτα αργα βηματα της. Χτυπα την πορτα μου. Κανω πως δεν ακουω. Μα δεν μπορω να την αγνοησω για πολυ. Ειμαι καταδικασμενη ν'ανοιξω, ειμαι καταδικασμενη να υποδεχτω την ξενη. Ανοιγω την πόρτα και την αντικριζω. Η ανασα μου κοβεται.
Ειναι η Πραγματικοτητα.

Ξερω τι θελει. Θα μου θυμισει ποια ειναι η μοιρα μου. Το βλεμα της εχθρικο, αυστηρο, ντυμενη με καφε κουρελια. Αυτα της πρεπεουν Σημερα. Πανια σχισμενα και τρυπια. Νυχια σουβλερα και κοκκινα, κοκκινα από το αιμα. Ακομα εχουν μεινει σκαλωμενες οι πετσες, οι κομμενες σαρκες στα δαχτυλα της.

Η Πραγματικοτητα ειναι φτωχη, μιζερη, τρισαθλθα και ελεϊνη. Ποναει και διψαει. Η αναγκη... αυτη την αναγκαζει να θανατωνει, να ξεσκιζει και να πινει το αιμα των θυματων της. Αδιστακτη αναζητα το χρημα, μα δεν της φτανει. Αχωρταγη, τσιγγουνα, σουβλιζει τους ανθρωπους και το αιμα τρεχει, επιμενει εκει μεχρι να χυθει ολο στο εδαφος, τους στραγγιζει. Οσο πιο πολλες γουρνες μαζεψει, τοσο πιο ακριβα θα τις πουλησει. Καταβροχθιζει εμας και τωρα εμενα.
Δεν προλαβα να την καλησπερησω και με αρπαξε βιαια και αποτομα απο το χερι. Πονεσα. Ενιωσα τον ωμο μου να ξεκολλα. Με τραβηξε εξω... μα εξω εινα το χιονι, ο παγος και το ψυχος. Ο χειμωνας φαινονταν εξαισιος πισω απ'το τζαμι του παραθυρου μου. Εγω στα ζεστα, κοιτω τις νυφαδες και τα χιονισμενα δεντρα, τοσο ειρηνικα, ποιητικα.

Πρωτη μου φορα τωρα συνειδητοποιω το κρυω... με τρυπά. Τρεμω και παγωνω. Η πραγματικοτητα γελα και με παρατα εκει. Τρεχει με την φιλη της την κολλητη, την Υλη. Φιλες παιδικες, φιλες απο παντα και για παντα. Μονη εγω τις παρακολουθω και κλαιω. Μα τα δακρυα μου λιωνουν και βυθιζονται στο χιονι. Η πορτα του σπιτιου μου κλειδωμενη πια, δε μπορω να γυρισω πισω. Ειμαι υποχρεωμενη να ακολουθησω την πραγματικοτητα, και για να το κανω χρειζομαι την υλη, την υλη που δεν ειχα ποτε... τωρα κρατω το Τιποτα. Χωρις το χρημα η πραγματικοτητα της ζωης με πετα, και πισω παραμονευει ο θανατος. Κοπος, υδρωτας, βασανα, εποχη του 1940 θυμιζει η σημερινη. Δεν υπαρχουν ανθρωποι, δεν υπαρχει αξια της ζωης, μονο η αξια του χρηματος. Η μητερα μου βασανιζεται, ενας ηρωας γινεται για να επιβιωσει, ζηλευω τους καλυτερους μου φιλους. Τιμη δεν εχει πια ο ανθρωπος, τιμη εχει μονο το Χρημα.

Χρημα... Ολα για το χρημα! Στοχος να κατακτησουν την Υλη απο την κορφη ως τα νυχια. Για να χτισουν τη δικη τους ζωη, μια πυραμιδα από χαρτονομισματα που παιρνουν μεσα από τις φλεβες των ανθρωπων. Πηραν τον ανθρωπο, τον γδυσαν, τον φτυσαν, τον κλωτσισαν και τον αναγκασαν να δουλευει μεχρι να ασπρισει κι η τελευτεα τριχα των μαλλιων του. Κι αν δεν εχει χρηματα, δεν εχει ζωη, του την παιρνουν, τον σκοτωνουν με τα ιδια τους τα χερια. Η εκπαιδευση πνιγηκε πια, η εργασια πνιγηκε. Μια ατμοσφαιρα ασφιξιας, μια λιμνη αδικιας, απανθρωπιας, κτηνωδιας, μισους, εκμεταλλευσης του ανθρωπίνου σωματος, η ανθρωπινη ψυχη ειναι ηδη ανυπαρκτη γι'αυτους. Ετσι μας βλεπουν... Ενα κοπαδι ζωων που οδηγουν οπου θελουν αυτοι. Και το μονοπατι που μας δειχνουν καταληγει στον γκρεμο.

Η πραγματικοτητα λοιπον, ετσι οπως τη βιωνουμε σημερα, δεν ειναι παρα ενα ποταμι λαβας οπου κολυμπουν φιδια κι εμεις περπατουμε απο πανω του, σε μια λεπτη κλωστη που λεγεται Υλη, την οποια τεντωνουν απο την αλλη ακρη οι... Δυνατοι. Αν λιγο την γυρισουν... πεφτουμε και... αλιμονο! Καιγομαστε!

Εσεις πολιτικοι, μαυροι δαιμονες της Κολασης, ηρθατε απο κει κατω διψασμενοι για αιμα ανθρωπινο. Πινετε, πινετε, μα ποτε δεν ξεδιψατε, οσο και να πιειτε η δικη σας καρδια δεν προκειτε να χτυπησει, ποτε δεν θα ζεστανετε τις φλεβες σας με ξενο αιμα. Το δικο σας το πουλησατε για δοξα, για χρημα, για εξουσια.  Δεν ντρεπεστε, δεν εχετε ηθικη ουτε συνειδηση, τερατα, ανθρωποκτονοι, κατασπαραζετε ο,τι βρεθει μπροστα σας. Τρωτε τον ανθρωπο, τρωτε το πετσι του, τρωτε τη σαρκα του, τρωτε τα κοκαλα του. Μενει μονο η καρδια του. Μα τη ξεριζωνετε κι αυτη με βια, κρατωντας την στο χερι, την σηκωνετε ψηλα και την πατατε γερα, την σφιγγετε για να χυθει κατω ολο το αιμα, και στεγνη πια, την καταβροχθιζετε. Καταβροχθιζετε ολοκληρη την χωρα, καταπινετε την Ελλαδα, πουλατε τη μανα σας, τη γη που σας γεννησε, πουλατε την ταυτοτητα σας και το "ποιον" σας.

Μα θα πληρωσετε, οχι με τα βρωμικα χρηματα σας αφου θα αφισετε πισω σας, αλλα με τη ζωη σας, η μαλλον... με την ψυχη σας, η οποια αφου με το καλο πεθανετε, θα αιχμαλωτιστεί σε μια αιωνια τυραννια. Θα νιωσετε τον πονο ολων αυτων που σκοτωσατε γιατι δεν σεβαστηκατε, δεν καταλαβατε το χρεος σας απεναντι σ'αυτους που πεθαναν για την πατριδα, δεν σεβαστικατε τον λαο, δεν ξερετε καν τι θα πει σεβασμος, δεν εχετε μεσα σας ουτε ενα κοκκο αμμου απο ολη αυτη την απεραντοσυνη του ελεους του Θεου.


Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

Εγκλωβισμένη

Πραγματικα δεν ξερω τι να κανω. Εχω χασει τον ελενχο στα παντα πια. Στη ζωη μου, στο σχολειο. Δεν μπορω να διαβασω. Δεν μπορω να συγκεντρωθω. Ανοιγω τα μαθηματικα και οι αριθμοι χορευουν... χορευουν σε εναν κυκλο και με περιτρυγυριζουν... εγω στη μεση και αυτοι τραγουδουν... μετα ο κυκλος μικραινει... σφιγγει... σφιγγει.... και με καταπινουν. Ειμαι χαμενη. Δεν εχω αντοχη να κανω τιποτα πια, να μαθω τιποτα πια. Νιωθω κατακερματισμενη, αποτελματωμενη και ειναι μονο η αρχη... Τι θα γινει μετα? Πως θα επιβιωσω? Πως θα σινεχισω μεσα σ'αυτο? Μεσα σ'αυτη την πιεση? Τα παντα μου φαινονται τεραστεια, τοσο μεγαλα, βαρια, ασηκωτα για μενα, φοβαμαι να τα παρω στους ωμους μου, να τα κουβαλησω γιατι ξερω πως θα πεσω κατω... κι αν πεσω δε θα σηκωθω. Δεν θα ειναι κανεις εκει για να μου δωσει το χερι του, να παρει το το φορτιο απο πανω μου, οχι ολο, εστο λιγο... κανεις. Μονη. Εγω με τον εαυτο μου που παντα αγαπουσα παλευουμε να διασχισουμε το μονοπατι αυτο που λεγεται ζωη. Δεν ξερουμε που παμε, που θα καταλιξουμε, αν αξιζει ολο αυτο ή οχι, ποιοι δαιμονες παραφυλανε στις γωνιες... ξερουμε μονο από που ερχομαστε και ποιοι ειμαστε.
Μα μου ειναι τοσο δυσκολο... η ζωη μου διαφερει πολυ απο τους γυρω μου και κανεις δε το αντιλαμβανεται, κανεις δεν ρωτησε ποτε γιατι δεν εδωσα εγω το δικαιωμα. Πανω απ'ολα η αξιοπρεπεια μου. Οι ανθρωποι δεν ειναι χαρουμενοι ετσι δειχνουν. Φοραω λοιπον ξανα τη μασκα μου με το ψευτικο χαραγμενο χαμογελο και βγαινω. Τι ανοητοι που ειναι οι ανθρωποι! Μία μασκα τοσο φθινη, κι ομως, ολοι πιστεψαν το ψεμα, κανεις δεν καταλαβαινει πως κατω από αυτη βρισκεται το πραγματικο προσωπο, γεματο δακρια. Κι αυτο γιατι ζουν σε μια αλλη διασταση, γεματη φαγοποτι και χαρα, αδυναμοι να αντιλιφθουν πως η ζωη μπορει να ειναι και αλλιώς. Εξω απ'το δικο μου τζαμι ολο βρεχει... Στο δικο τους λαμπει βασιλιας ο Αρχοντας ηλιος κι αυτοι τον περιφρονουνε. Μονο που εκει που λαμπει αιωνια ο ηλιος, η γη μετατρεπεται σε ερημο. Ετσι ειναι οι ζωες τους. Η δικη μου λιμνοθαλασσα, βαλτος σκοτεινος και απομακρος, κανεις δεν τον πλησιαζει, βαθια νερα, γεματα γνωσεις πλουσια με συναισθηματα και σκεψεις. Τοσο βαθια, που μπορει να πνιγει οποιοσδηποτε στα νερα τις δικης μου ζωης, γιατι η δικη μου ειναι βαθια... η δικη τους ρηχή.
Περιμενω... Περιμενω μηπως δω καμια ακτινα φωτος απο το παραθυρι του κελιου μου, εστω μια μικρη κι εγω θα την πιασω, θα πιστεψω πως αγγελος ηρθε. Θα πιστεψω γιατι το εχει αναγκη η ψυχη μου και η καρδια μου, πως μια δυναμη θα με παρει επιτελους απο εδω. Πιεζομαι απο παντου και θελω να φυγω μακρια απο το καζανι αυτου του κοσμου... καιγομαι, καιγομαι μαζι με τον οχλο, τζουρουφλιζεται η σαρκα και η πετσα μου... φωναζω για ελεος... και μ'ακουει καποιος... το ξερω πως μ ακουει... το ξερω πως θα ερθει να με σωσει... οχι ανθρωπος φυσικα... το ξερω αλλα ποτε?
Θελω να βρω ενα παραθυρο, να περασω, να πεταξω, με τα φτερα της καρδιας μου... αυτα θα με σηκωσουν ψηλα, ψηλα, πολυ ψηλα, να με επιστρεψουνε πισω στο σπιτι μου που τοσο μ'λειψε, πισω απο εκει οπου ηρθα και επεσα εδω κατω, και εγλωβιστηκα στη φυλακη του σωματος μου και της κοινωνιας. Συνεχια λισμονω την παλια μου κατασταση και θελω να γυρισω πισω... ποιο πνευμα θα ερθει να με παρει, να με λυτρωσει, να με απελευθερωσει, δεν ανοικω εδω, δεν μπορω να κολυμπησω σ'αυτο τον βαλτο, δεν καταλαβα ποτε αυτο τον κοσμο, ποτε δε θα μπορεσω, ποτε δεν εγινα μερος του, παντα μου ηταν ξενος κι εγω ξενη σ'αυτον...
Παρε με απο δω... Σε παρακαλω... Προσευχομαι... Σωσε με. Η ψυχη μου δεν βρισκεται στο σωμα μου, ουτε το νου μου, οπου κι αν ειμαι αυτα ταξιδευουν και ψαχνουν το παραθυρο αυτο για να ξεγλυστρισουν... και πολλες φορες το βρισκουν... αλλα δυστυχως ο σκληρος κοσμος με κανει να συνειδητοποιω πως αν και η ψηχη μου πετα, το σωμα μου βρισκεται εδω, και οι ανθρωποι με θεωρουν απαραδεχτη, και ανεστητη, και παραξενη συμφωνα με τα δικα τους δεδομενα γιατι δεν καταλαβαινουν πως εγω μετεχω σε μια αλλη πραγματικοτητα, που δυστυχως δεν ειναι πραγματικοτητα, ή μαλλον... μπορει και να ειναι, η μονη αληθινη πραγματικοτητα σ'αυτη τη σφαιρα....
Εδω κατω παγωνω... παγωνω και καιγομαι... το ψυχος και η θερμοτητα ειναι Ενα. Το πετσι μου καιγεται... η καρδια μου ειναι κρυα, παγωμενη, τουρτουριζει, ενας αιωνιος χειμωνας επικρατει στον κηπο της καρδιας μου...
κι εγω ακομα περιμενω εκεινη την ηλιαχτιδα που θα ζεστανει ενα μαραμενο ανθος