Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

Colors melting behind closed skies...

 Χρωματα... με χρωματα γεμιζουνε τα παντα γυρω μας... χρυσοσκονη στον αερα, στα συννεφα, ροζ, ασημενια, κοκκινη, κιτρινη, μπλε, πρασινη, χρωματα στο νερο, στη φυση, μεσα στην πολη, μεσα στις καρδιες των ανθρωπων, μεσα στα ματια των ανθρωπων, μεσα στην αγκαλια τους, μεσα στα λογια τους. Τα χρωματα ειναι ομορφα.

Να φανταστειτε πως δεν μου αρεζαν. Ναι! Με θαμπωναν. Παντα φορουσα γκρι, μαυρα, αντε λευκα ή σκουρα ρουχα καθως τα εντονα με ζαλιζαν. Σημερα φοραω μια ροζ ζακετα. Ακομα και τις φωτογραφιες μου, τις περνουσα καθε φορα απο edit για να τις μετατρεψω σε αποχρωσεις του γκρι, σαν αυτες τις παλιες. Μα τις τελευταιες που εβγαλα τις αφησα ετσι. Με χρωμα. Καθε τι παλιο, φθαρμενο και παραμελημενο, ξεχασμενο, με ξεθορα ή και καθολου χρώματα, επεφτε στην προσοχη μου, το επαιρνα, το συμαζευα, το περιποιομουν, το συμπονουσα. Λες κι εβλεπα εμενα. Ελεγα... "αυτο ειμαι εγω", ελεγα... "αυτο ειναι δικο μου" κι ας μην ηταν. Ο πινακας της ζωης μου ηταν γκριζος και μαυρος. Τωρα, χαρις κατι μικρες ψυχες που ατακτα παιζοντας και τραγουδοντας γυρω μου πιτσιλισαν με το πινελο τους τον πινακα μου... αυτες που μονο αυτες εχουν το προνομιο να βαφουν, αυτες κατεχουνε το χρωμα, καταλαθος εβαλαν κανα δυο σταγονες στον δικο μου πινακα. Και ενιωσα τοτε την μπογια να ακουμπα τον καμβα μου, το σωμα μου... να τρεχει, να κυλα... να μπαινει στην καρδια μου και να την ποτιζει με χρυσαφενια τεμπερα και ασημενιο γκλιτερ. Και τοτε εκανε ενα αποτομο "Τουκ"! Πεταχτηκε ξαφνικα, αναπηδησε σαν να ξεκολλατε απο τα αγγεια που την κρατουσανε στην θεση της. Σαν να χαμογελασε, σαν το "τουκ" που ακουστηκε να ητανε τραγουδι, σαν να χορεψε και οχι να κουνιθηκε. Μα και τα ματια μου αλλαξαν. Ηταν δυο φακοι, που δεν ξερω πως και γιατι, αλλα βλεπανε τον κοσμο γυρω τους κατω απο ενα μαυρο πεπλο, πισω απο μια γκρι σκια. Ειδα ομως τον ηλιο να ανατελει. Δεν τον ειδα απλα, μυρισα την ζεστασια του, τον ενιωσα με τις ακτινες του να χαϊδευουν τα μαλλια μου, να ενοχλουν τα ματια μου. Και μετα κοιταξα γυρω μου. Και τοτε ειδα για λιγο τον κοσμο αλλιως. Τον ειδα λουσμενο στο φως, να κολυμπα μεσα σε μια ατμοσφαιρα κατανοιξης, σε ενα κλιμα πανηγηρικο, αναγεννησης και ελευθεριας, ολη η πλαση ηταν ενα, τραγουδουσε... τα πουλια, οι ανθρωποι, τα δεντρα και οι ασφαλτοστρωμενες πολεις. Ω ναι, δεν υπηρχαν τοτε προσωπα αγριεμενα, προσωπα θυμωμενα, μισητα. Ολοι γυρω μου χαμογελουσαν. Καθε συννεφο που διεσχιζε τον ουρανο απο επανω μου, μου φωναζε πως μ'αγαπα. Κι εγω ειμουνα χαμενη, χαμενη μεσα σε μια γλυκια χρυσαφενια μεθη. Για λιγο ειδα τη ζωη. Δεν ξερω ακομα αν αυτο που εβλεπα τοσα χρονια πριν, ή αυτο που ειδα τωρα ηταν η πραγματικοτητα. Ξερω ομως... πως η ζωη ειναι χρωμα. Ειναι χρωμα και αγαπη, ειναι μουσικη. Τα χρωματα ειναι πανεμορφα, ειναι μεθυστικα, ειναι γιορτινα, ανοιγουν την ψυχη σου τοσο μαλακα και πετα. Και η ζωη ειναι γεματη με χρωματα, οχι απλα με χρωματα, με γκλιτερ, με χρυσοσκονη, με φως! Μα δε το βλεπεις? Κολυμπαει στο φως, αστραφτει, γυαλιζει, λαμπει ολοκληρη! Το πνευμα μου πια λυτρωθηκε. Δεν ξερω αν ειναι αυτο το φως του ηλιου, οι ακτινες που μπηκαν μες τα ματια μου και τα εκαναν να φωτιζουν σαν αστερια, τα εκαναν να βλεπουνε τη γη σαν λευκο ουρανο, τους ανθρωπους σαν αγγελους και την πλαση ολη να διεπεται απο ενα πνευμα ανοιξιατικο,ευτυχιας, ψυχικης αγαλισαης και ειρηνης . Σαν καποιος να μου ενεφυσησε την πνοη της υπαξης μου. Αναπνεω φως και αφηνω πισω μου χρυσκοσκονη. Επιτελους αν μπορεις να δεις την καρδια μου θα την δεις χρυση, θα την δεις να λαμπει οπως και τα ματια μου που δεν ξερω πια τι χρωμα ειναι. Η οραση μου αλλαξε, μου φενονται ολα διαφανα, ολα τρισδιαστατα. Η αισιοδοξια κι η ελπιδα γεμισαν το κεφαλι μου, τις σκεψεις μου, παει το σκοταδι, πανε οι σκιες... τουλαχιστον για τωρα.
Η ζωη ειναι γεματη ομορφιες. Ειναι γεματη απο τεχνη, απο μουσικη (α ναι! η μουσικη ειναι μαγεια, η καλυτερα, θαυμα),απο εικονες, απο αισθησεις, απο αγαπη που τυλιγουν ολοκληρο το σωμα σου, σ'αγαπανε οι ανθρωποι, σ'αγαπα η ιδια η φυση, η ίδια η ζωη. Ολη αυτη η γιορτη, το θαυμα της υπαρξης σου σε περιμενει, ειναι εκει εξω για σενα, για να το βιωσεις με ολο σου το ειναι. Ενα ονειρο ειναι ζωη... ετσι... ξερω πως καποτε θα ξυπνησω και τοτε... αντι να δω το φως της ημερας θα βρεθω στο σκοταδι του απειρου. Μα μεχρι τοτε ας ζησω οσο μπορω. Ας ονειρευτω κατω απο τον μωβ μου θολο.

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Hello stranger... oh Welcome happiness!

Παραξενο. Εκεινο το βαρος που ενιωθα στο στηθος μου εφυγε. Ηταν για λιγο, για ενα βραδυ μα... εξαφανιστηκε. Η θλιψη και ο πονος μ'εγκατελειψαν, αδειασαν το σηθος μου και αφησαν ενα κενο, εναν χωρο για να μπει το οξυγονο που μεχρι τοτε εμποδιζαν, με αφησαν να αναπνευσω. Βρηκε λιγο χωρο (επιτελους) η καρδια μου για να χτυπησει, βρηκε τον χωρο που τοτε γεμιζε η πληξη και το σφιξιμο του ανχους, να ανοιξει τα φτερα της και να πεταξει. Για λιγο. Μα το καλυτερο απ'ολα? Γλυστρισα μακρια απο την μοναξια μου. Ο φοβος κι οι ανασφαλιες μου μπορει να μη μ'αφησαν να χαρω, να ξεσπασω, να ξεδωσω οπως ηθελα, αλλα ειμαι ικανοποιημενη. Ηταν ενα βημα περα απο την καταθλιπτικη ανια της καθημερινοτητας μου. Για λιγο. Ομως... δε με ενδιαφερει αν ηταν για λιγο, η για πολυ. Η αληθεια ειναι πως θα λαχταρουσα καθε στιγμη της ζωης μου να την περναω ετσι μα... οταν σου λειπει κατι, σαν ερθει το δεχεσαι με πολυ περισσοτερη ενταση απ'οτι του αξιζει. Η θλιψη και η ματαιοτητα ηταν μεσα μου για πολυ καιρο, σχεδον ολη την ζωη μου, ετσι εγιναν ενα με μενα, δεν ενιωθα τα αισθηματα αυτα ξενα, αλλα δικα μου, καθως πορευομουνα με αυτα τοσο καιρο και τα συνηθισα. Αυτος ομως που νιωθει ψυχικη ευεξια και αισιοδοξια στο μεγαλυτερο χρονικο διαστημα της ζωης του, ενα δυνατο χτυπημα θα το βιωσει με τον δεκαπλασιο πονο απ'οτι εγω. Κατι παρομοι συνεβη και με μενα. Ακριβως επειδη η ευτυχια δεν ειναι και η καλυτερη μου φιλη (αν και η πορτα του σπιτιου μου ηταν παντα ανοιχτη γι'αυτην) οταν μ'επισκεπτεται την καλωσοριζω με σεβασμο, με γιορτες, στρωνω κοκκινα χαλια για να περασει η επισκεπτρια, που τοσα χρονια στεκοταν μακρια μου, αριστη οικοδεσποινα γινομαι για  την καλεσμενη που θα σπασει για λιγο την μονοτονια του σπιτιου μου, που θα γεμισει τους γκριζους τοιχους του με χρωμα...και νομιζω τοτε πως φιλοξενω στο σπιτι της καρδιας μου εναν μικρο θεο, εστω και αν αυτος μενει για πεντε μονο λεπτα.

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

Καλύτερα να με μισούν, παρά να με'αγνοούν


Ποσο χώρο να γεμιζω αραγε στις ψυχες των ανθρωπων?
Ποσο διαφανής μπορει να ειμαι?
Ποσα δευτερολεπτα ειμαι αξια να μεινω στην σκεψη τους?
Θα μπω ποτε μες την καρδια τους?
Θεε μου, οτιδηποτε εμψυχο με αγνοει.
Μηπως ειμαι πεθαμενη?
Κι αν πραγματικα τυχει και πεθανω,
ποιος αραγε θα το καταλαβει?
Ποιος θα νιωσει το κενο?
Κανενα δακρυ δεν θα σταξει,
ουτε σιγη δεν θα κρατησουν,
για ενα χαριρτινο ανθρωπακι που λιωσε,
για τον μικροτερο κοκκο αμμου.
Φυσικα! ανθρωποι τοσοι υπαρχουν στη ζωη τους,
αξιοσεβαστοι, γελαστοι, κοινωνικοι και ψευτικοι.
Ποιος αραγε θα καταλβαει πως εγω εχω πεθανει?

Θυμαμαι ειχα ενα σκυλακι...
Μ'αγαπουσε πιστευω.
Μα... κριμα πια γιατι εκεινοι φθονισαν,
μια ψυχη που ειχε για μενα τοση αγαπη,
και το φαρμακωσανε και το σκοτωσαν,
Ισως εκεινο αν ζουσε να ενιωθε κατι...
ενα βαρος μια πικρα, μια απουσια.
Μα δεν ζει για να την νιωσει.
Ευτυχως η απουσια μου κανεναν δε θα πληγωσει.

Ειμαι ενα μικρο φαντασματακι,
που δεν ξερω πώς, μα βρεθηκα στην γη.
Βολτουλες εκανα αορατη χορευοντας,
εκει αναμεσα στον κοσμο,
χωρις να με προσεχει, χωρις να με υποπτευεται.
Υπηρξαν καποιοι που με ειδαν,
Κι εκεινοι που με ειδαν τρομαξαν.
Μα ξαναγινα διαφανη κι εφυγα ευτυχισμενη.
Πως θ'αντιδρασουν αραγε αν μαθουν πως πεθανω?
"Α, αληθεια... ενταξει κριμα. Και?"
Ω ναι, λες και τους διαβαζω.
Αν πεθανω μπορει κανεις να με πεθυμησει?
Σε ποιον θα λειψει το αδειο, το κενο, το άυλο?
Σε ποιον θα λειψει κατι που δεν ειδε καν?
Σε ποιον θα λειψει κατι που δεν γνωρισε, δεν πιστεψε ποτε?

Σαν πεθανω κιτρινα φυλλα δεντρων ας με σκεπασουν,
το τραγουδι των πουλιων ας με θρηνησει,
η βροχη και οι ψιχαλες των συννεφων να με κλαψουν,
νεκροθαυτρα μου ας ειναι η φυση,
μονο κεινη που θαυμαζω,
σ'εκεινη μονο πιστευω πως θα λειψω...

Ευτυχως κανενας δεν εμεινε πια, η απουσια μου για να πληγωσει.

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

Καταιγίδα


Με βρηκε η καταιγιδα.
Καϊκακι που στο πελαγος ταξιδευα,
διχως αγκυρα, διχως καταρτια,
δεν ειχε η θαλασσα μου, η λατρεμενη,
πλοιαρακι πιο πραο για να χτυπησει.
Και τα κυματα της με χαστουκισαν με μενος.
Κι υστερα εφερε την μπορα, εφερε την νυχτα.
Κι εγω πνιγμενη στο βυθο χωρις βοηθεια,
προσευχόμουνα να βγω απο κεινη την παγιδα,
Θέε μου... το ξερω...
πως τουτη τη στιγμη που στεκομαι, θα μ'εβρει η καταιγιδα.

Ηλιόλουστο Θρανίο

Σημερα που η μερα νομιζα πως με σκοτωνει,
το θρανιο μου λουζεται απο φως που με θαμπωνει.

Ο ηλιος αστραφτει στο λευκο απανω χιονι,
σαν καθρευτης διαχεεται παντου και το λιωνει.
Οι ακτινες του τοσο φυσικα το τζαμι διαπερνουνε,
που ειναι σαν αορατο, σαν να το αγνοουνε.
Ως τα ματια μου φτανουνε και με τυφλωνουνε,
γυριζω το κεφαλι βαθια παιρνοντας ανασα,
εξω απ'το παραθυρο της φυλακης μου να κοιταξω.
Εκει που ειναι ο γκριζος δρομος, τα γυμνα τα δεντρα.
Μα εγω τα βλεπω ολα ανθισμενα,
εγω τα βλεπω ολα απο το φως χρυσοβαμμενα.

Κι ακουω απο μιλια μακρια θεωρεις,
αυτη τη γνωριμη, εχθρικη φωνη.
Ειναι ο καθηγητης, ο φυσικος, παραμιλα.
Απ'αυτονανε ποιος αραγε θα μ'απαλαξει?
Γυρω μου υψωνονται ντουβαρια ασφυχτικα,
καταλαβαινω τοτε, πως ακομα βρισκομαι στην ταξη.

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

It's something... that I'm afraid to say




















Ειναι καποιοι ανθρωποι που το γλυκο αυτο κρασι δε θα γευτουνε,
την ευωδια τη δροσερη αυτη, του κοκκινου ανθου δε θα μυρισουν,
το χρυσαφενιο τουτο, λαμπρο φως δε θα ζεστανει την καρδια τους.

Τον θυσαυρο τον πολυποθητο, αγγελοι με δοξα και τιμες κουβαλουνε.
Απ'τα υψη τ'ουρανου, μεσα απ'το ελπιδοφορο γαλαζιο κατεβαζουν.
Με σεβασμο, με ιεροτητα τον συνοδευουν,
ειναι σαν να χορευουνε και σαν να τραγουδουνε.
Αραχνουφαντα πεπλα το τυλιγουνε να μην το γρατζουνισουν,
Τα πορφυρα τα πεταλα στο διαβα τους πετουνε,
με αγαπη και στοργη το διαμαντι τους φροντιζουν.

Γιατι κουβαλουνε την ιδια τη ζωη,
που απο τουτο το λουλουδι ειναι φτιαγμενη.
δινει στον ανθρωπο πνοη,
κορη της ανοιξης αγαπημενη.

Αυτη που τοσο βαθια στις καρδιες των ανθρωπων φωλιαζει
και τους αναστατωνει, και τους εξουσιαζει,
τη μουσικη γλυκα φιλα και τραγουδαει,
τους πινακες ζωηρα με χρωματα γεμιζει,
το χαμογελο, το δαρκυ των ανθρωπων ζωγραφιζει,
και στον ποιητη βροχη χρυσοσκονης στα ματια του πετα,
και γραφει μονο του το χερι του, λες και περπατα,
στο ρυθμο μια μελοδιας και χορευει,
μεσα απ'τους παλμους των δυο καρδιων που'ναι ιδιοι

Ολο το σωμα το ποτιζει η μεθη,
ειναι ενα πιοτο μεσα απο τις φλεβες,
που το παθος ακουσια ζωντανευει,
μονο αυτο μπορει τον να νεκρο να αναστησει.
Ο φοβος την καρδια πια δεν κυριευει,
τον θανατο μπορει σαν σκουλικι να πατησει.

Τον ανθρωπο δεν ξεχωριζει,
πνοη νεοτητας στον καθενα μας χαριζει.
Και τοση μεγαλη ειναι η χαρα που φερνει,
οσο κι ο πονος στην ψυχη μαζι που σερνει.

Τις ατσαλινες καρδιες λυγιζει απαλα,
και τις νεκρες ξανα τις κανει να ματωσουν.
Τον αδυναμο με τολμη, θαρρος τον γεμιζει,
τον δυνατο, τον λιωνει, τσακιζει.

Ειναι το λουλουδι αυτο το αγγελικο,
που ειναι δηλητηριο, ειναι φαρμακι.
Με πίκρα το στομα ποτιζει, με αγκαθια τον δρομο στρωνει.
Εναι το φως της ψυχης, η καρδια της ζωης.
Εναι ο λογος της γεννησης κι ο λογος του θανατου.

Ειναι καποιοι ανθρωποι που το γλυκο αυτο κρασι δε θα γευτουνε,
την ευωδια τη δροσερη αυτη, του κοκκινου ανθου δε θα μυρισουν,
το χρυσαφενιο τουτο, λαμπρο φως δε θα ζεστανει την καρδια τους.