Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Cursed with the dead


H καρδια μου βουτιγμενη στην πικρα του θανατου
μαυρη η ψυχη μου, γυριζει το μυαλο μου
βαρος στο στηθος μου ασφυκτικο, πνιγερη η σιωπη, παγωμενη, αιωνια,
κι ο ηχος μονο των δακρυων μου που σταζουν ζεστα
ο πονος φραζει τις κραυγες μου, πλακωνει τη φωνη μου,
δεν μπορω να αρθρωσω λεξη
στη θεα του κορμιου σου τοσο ακινητο, σε υπνο βαθυ,
το κρεβατι σου, η κασα σου να γινει πλοιο
στ'αστρα και στους ηλιους του συμπαντος ψηλα, περα μακρια να σε ταξιδεψει,
μεσα στην νυχτα, μαυρη και βαθια,
δικη μου ολη η γη ενα μνημα,
κι ολος ο χρονος, απειρος δικος μου για να κλαιω
απο δω και περα,
οπως και πριν θρηνουσα τη ζωη μου,
ναι... η ζωη μου...
δωρο η ζωη που μου δωσαν μα δε μ 'αφησαν αν τ'ανοιξω
και τωρα που σε βρηκα τελικα τωρα σε χανω.
Πενθω για το πριν και το μετα,
που δεν εζησα και δεν θα ζησω.
Τα ματια σου δεν λαμπουνε και τα δικα μου κλαινε,
Τα ματια σου κλειστα, εφυγες γλιτωσες κι εγω σαπιζω,

Στην λιμνη των δακρυων μου αντανακλαται ο ουρανος,
με μαυρα συννεφα, φιγουρες δαιμονων εχθρικες,
γελουν ειρωνικα, χλεβαστικα,
τροφη τους ειναι ο πονος μου,
και με τον φοβο μου φουσκωνουν και θεριεβουν.
Μονη μου εδω για παντα, μετεωρη και σπασμενη
Δεν υπαρχει ανθρωπος εδω, δεν υπαρχει ψυχη.
Οχι, ουτε μια...!
Μια βραχωδης, γκριζα ερημος στη νυχτα.
Χωρις οξυγονο, ακινητη, βουβη.
Η σκονη στα χερια μου λαμπιριζει, μακρια στον οριζοντα σιλουετες πουλιων.
Τους πεθαμενους εχω συντροφια, την αμυδρη αναμνηση των ονοματων τους.
Προσωπα που θαυμαζα απο μακρια, που την υπαρξη μου δε γνωριζουν.
Οι νεκροι...
τι διαφορα εχουν απο μενα?
Ξερω πως ειναι ο θανατος, τον ζω.
Ειμαι πεθαμενη, το ξερω, δε φτανει ν'αναπνεω.
Η μοναξια... μια διαφορετικη μορφη θανατου.
Τους μιλαω μα δε μ'απαντουνε,
δεν ακουω λεξη, δεν ακουω φωνη... οχι δεν ακουω φωνη.
Μονο εγω ουρλιαζω
κι αντηχει η κραυγη μου
ως τους ουρανους
και γυριζει παλι πισω.
Ειμαι μονη, ολοκληρη η γη δκη μου κι αδεια.
Ισως και να μαι τυχερη, ριγμενη εδω με τους νεκρους.
Γιατι τρομαχτικοι ειναι οι ζωντανοι, φρικιααστικοι, αλλοκοτοι και φθονεροι.
Εξαιτιας τους ματωνω ακομη.
εχω τα μαχαιρια τους στην πλατη μου, ποναω
αιμοραγω και σερνομαι
Κι εσυ? Πεθανες κι εσυ πριν σε γνωρισω.


Do I dream of my life?


Μπορει να μην υπαρχω. Εξαλλου οι ανθρωποι μου συμπερφιερονται σαν να ειμαι φαντασμα.
Ειμαι απλως παρατηρητης της ζωης μου. Καθομαι εξω απ'την οθονη και βλεπω μια ταινια, απαθης, χωρις να νιωθω, χωρις να επεμβαινω. Καθομαι  μες το σκοταδι σ'ενα καναπε, μονη μου, σε αδειο δωματιο και περνα απο μπροστα μου η ζωη. Οχι η δικη μου. Ποτε δεν ηταν δικη μου γιατι ποτε δεν την εζησα. Θελω αλλα δεν το επιλεγω. Νομιζω κατι δεν μ'αφηνει. Κατι που βρισκεται μεσα μου.
Οσο κυλαει κυλω κι εγω μαζι της με την ψευδαισθηση πως ειμαι εκει.
Δεν ειμαι ομως, δεν την αντιλαμβανομαι, με προσπερνα σαν ξενη. Ειναι ξενη. Ταυτιζομαι με χαρακτηρες γυρω μου, αισθανομαι τον πονο και την ευτυχια τους αλλα ποτε εμενα. Δεν νιωθω τα πραγματα που συμβαινουν στην δικη μου ζωη (οσα συμβαινουν). Ερωτευομαι μορφες ανθρωπων μου δεν με γνωριζουν. Και αυτους που στ'αληθεια ξερω τους μισω.
Φοβαμαι πως θα πεθανω, αν ειμαι στ'αληθεια ζωντανη, και θα πω πως αυτο που θυμαμαι απο την ζωη μου, ειναι οι ζωες των αλλων. Μεσα απο αυτους επιβιωνα, με τα συναισθηματα τους συγκηνουμουν.
Κι αν η ζωη μου ειναι τελικα μια φαντασια? Ενα ονειρο?
Ή μηπως οι ζωες σας στ'αληθεια ειναι ονειρο δικο μου, ονειρο που σβηνει λιγο πριν ξυπνησω και γι'αυτο εχω την γευση του τοσο εντονη στα χειλη μου, γι'αυτο και ακομα κρατω σκηνες, χρωματα και εικονες στο πισω μερος του ματιου μου.
Ή μπορει και πραγματι να ειναι οι ζωες σας μια ταινια, που για καποιο λογο δωθηκε σε μενα, σε μενα για να την βαλω να παιζει. Αγεννητη και αθανατη στεκομαι στο κενο και παρακολουθω, κι αν τελειωσει η ταινια, μαζι σας θα χαθω κι εγω.

Ασκοπες σκεψεις. Ουτος η αλλως γνωριζουμε πως η ζωη ειναι ενα ψεμα.
 Η ζωη δεν ειναι παρα ενα ονειρο μεσα σε ονειρο οπως λει και ο Ποε. Πως ξερουμε αν ειμαστε αληθινοι? Αν ειμασταν δεν θα πεθαιναμε γιατι δεν υπαρχει τελος. Υπαρχει μονο τ'απειρο και η αιωνιοτητα. Η ζωη μας ειναι ενα "τσαφ", ενα αναμα μιας φλογας πριν σβησει, ενα φως, μια αναλαμπη μεταξυ δυο σκοτεινων σημειων: Το διαστημα πριν τη γεννηση μας, και το διαστημα μετα τον θανατο μας. Κι εκει κρυβεται η αιωνιοτητα.

I just felt for a moment



Δεν νιωθω συχνα ετσι για ανθρωπους.
Σε κοιταω και ακουω την καρδια μου, την ακουω να χτυπαει και την νιωθω να ξεκολλαει αργα. Τα ποδια μου μενουν ακινητα, ετσι οπως άλλων μενουν πετρωμενα απο φοβο και τρεμουνε τα χερια μου. Υδρωνω και ζεσταινομαι μεσα μου και το κεφαλι μου πιεζεται απ'ολες τις μεριες. Τα πνευμονια μου νιωθω φουσκομενα, φραγμενα, μπουκομενα. Τελειωνεις τον λογο σου ομως τα ματια μου ειναι ακομη στραμμενα προς εσενα. Θελω να σταματησω να σε κοιταω αλλα δεν μπορω. Μια αορατη δυναμη μεγαλυτερη απ'τη δικη μου κρατα το βλεμμα μου πανω σου. Και οσο σε κοιταω εγω μενω ασαλευτη και σαστισμενη. Κατα τυχη αν με πλησιασεις νομιζω πως θα καω απο την αυρα σου, τη μεθυστικη, θα ζαλιστω, θα αφεθω και θα πεσω. Λιωνω λιγο λιγο σαν κερι μα αυτη αν ειναι η μοιρα μου δεν με πειραζει. Μακαρι να εισαι εσυ η φωτια που θα με καιει κι ας λιωσω. Διπλα σου νιωθω αδυναμη, πραγματικα αδυναμη σαν να μαι ολοκληρη απο νερο που δεν υπαρχει τιποτα να με συγκρατησει και καταρρεω. Θα πεσω εκει μπροστα στα ποδια σου, θα σκύψω τοσο χαμηλα και θα σε προσκηνησω. Και θα ναι η μεγιστη τιμη μου. Θα ειναι το μεγαλυτερο μου δωρο, θα ειναι η σπουδαιοτερη στιγμη μου, οταν καθε κυτταρο του σωματος μου θα λιωσει για σενα.  Σκοτωσε με για να 'μαι για παντα δικια σου. Δεν θελω να ζω με την ευγενια των αλλων, με τα αγαθα τους, θελω να ζω με πονο μεσα απ'τις πληγες σου, με τα καρφια που το δικο σου χερι θα χτυπα πανω μου.

Θελω πολυ να σε φιλησω. Παρα πολυ. Και τι δεν θα δινα για τις γραμμες των χειλιων σου. Θελω τοσο να πιω απο το στομα σου, ας πιω και δηλητηριο ακομα και πεθανω.  Γιατι ειναι κατακοκκινα τα χειλια σου; Σαν την Σεληνη οταν ματωνει κατι βραδια κοκκινα ειναι, σαν τα τριανταφυλλα τα μικρα ακομη, τα μπουμπoυκια, αυτα που ανθιζουνε στους ταφους τον μικρων παιδιων κοντα, τοσο κοκκινα ειναι, ειναι κοκκινα απο το αιμα, απο το αιμα της καρδιας μου που μου τρως λιγο λιγο.

Το σωμα σου ειναι κατασπρο, ειναι λευκο, ειναι κρυο, σαν αγαλμα καμωμενο απο παγο, περιτεχνα σμιλεμενο, σαν να γεννηθηκε μεσα απο το χιονι, σαν να το χαιδεψε η βασιλισσα των  χειμωνων και το αφησε γυαλινο και λαμπερο και ασπρο, ασπρο σαν μωρου δερμα, αγαθο και τρυφερο. Θελω ν'αγγιξω το σωμα σου, τοσο πολυ θελω να τ'ακουμπησω που ζηλευω το σεντονι που σε σκεπαζει, ζηλευω το νερο που τρεχει επανω σου. Ζηλευω τα παντα γυρω σου. Οτιδηποτε νιωθει την αυρα σου, ζηλευω τον αερα που σε τυλιγει, τον αερα που αναπνεεις, τον αερα ζηλευω που εισπνειεις και γεμισει καθε ακρη του σωματος σου, που κυλα μεσα στις φλεβες σου, που λουζεται στο αιμα σου, κανει κανει την καρδια σου να χτυπα και μετα ξανα κανει βολτες και γυρους μεσα σου. Την ανασα σου αυτη την πολυτιμη  θελω ν'αναπνευσω, αυτη θελω να ειναι το οξυγονο μου, η εκπνοη η δικη σου να'ναι η εισπνοη μου. Θελω να σ'αγγαλιασω, δυνατα ωσπου να νιωσω πως μπαινω μεσα σου, για λιγα λεπτα  ωσπου ν'ακουσω ενα χτυπο εστω της καρδιας σου.

Μα ο,τι πιο ομορφο υπαρχει πανω σου, ο,τι πιο ομορφο θα υπαρξει ποτε σ'αυτη την ζωη αυτη ειναι τα ματια σου. Τιποτα και σε κανεναν κοσμο δεν ειναι ομορφοτερο απο τα ματια σου, ομορφοτερο απ'την ψυχη σου. Τα ματια σου εινα διαφανα, ειναι κρυσταλλινα, ειναι δροσερα σαν τη θαλασσα και βαθια, πιο βαθια απο τα πηγαδια των ψυχων στους θρυλους και μυστηριωδη κι'αγρια, ειναι πυλες προς υδατινα βασιλεια μακρινα και σοφα. Τα ματια σου αστραφουν το ξερεις, σκοτεινη η λαμψη τους. Νομιζω πως ειναι ασημενια, νομιζω πως ειναι δυο φεγγαρια.

Τα μαλλια σου ειναι πυκνα και μαυρα. Ειναι τοσο μαυρα οσο το πεπλο του συμπαντος που αγκλιαζει τη γη, οσο το σκοταδι που τυλιγει το φεγγαρι, το σκοταδι το πυκνο κι εχθρικο, αυτο που απλωνεται στις αβυσσους και στ'αποκοσμα τελματα, περα απο τον ουρανο και βαθια μεσα στις σπηλιες, αυτο που τραγουδα με τα πλασματα της νυχτας, τους νεκροφαργους και τους πεθαμενους, αυτο που κρυβεται στις σκιες και στα ματια των δαιμονων, τοσο μαυρα οσο οι νυχτες οι παγερες και πενθιμες, οι νυχτες οι μυστικες και αποκρυφες, μαυρα οπως τα φτερα του Αγγελου του Θανατου, οπως του Χαρου τα φθαρμενα κουρελια ειναι.

Και η φωνη σου. Τι να πω για την φωνη σου. Τι μπορω να πω. Καθως θα κλεινω τα ματια μου, καθως θα με θαβουνε στον λακκο μου ας μην ακουω ευχες, ας μην ακουω υμνους απ' το στομα του ιερεα, ας μην ακουω το θρόισμα των φυλλων, ας μην ακουω τον ηχο των κυμματων της θαλασσας που θα σκανε πλαι στο νεκρο κορμι μου, ας μην ακουω των πουλιων τα τιτιβισματα, ας μην ακουω την βροχη που θα πεφτει τοσο γαληνια, πενθιμα, ιερα καθε σταγονα πανω μου να με ποτισει, να με κλαψει και να με ξεπλυνει, ας μην ακουω την βαρια, ατελειωτη και σεβαστη μου γαληνη, ας ειναι το μονο που θ'ακουσω η φωνη σου. Οταν μιλας ειναι ενα μεγαλο μυστηριο, βαθυ και σκοτεινο, η φωνη σου μου θυμιζει τραγουδι καποιου νεκρου, παλιου Θεου, ποσο θαυμασιο ειναι για μενα, η φωνη σου ειναι αρωμα που σκορπιζεται και ποτιζει τον αερα, η χρεια της φωνης σου λιωνει το μυαλο μου, οι λεξεις σου αντηχουν στ'αφτια μου. Ω, μα Θεε μου ειληκρινα μπορει να υπαρξει αγγελος με ωραιοτερη φωνη απ'τη δικη σου;

Η σκεψη μου εχει καρφωθει επανω σου, καθε πρωι που ανοιγω τα ματια μου η μορφη σου ειναι αποτυπωμενη στο μυαλο μου, πριν κλεισω τα ματια μου, σε καθε στιγμη των ονειρων μου σε συναντω, εχεις κολλησει στην συνειδηση μου, μεσα απο την μορφη σου υπαρχω, μεσα απο την μορφη σου ζω, για σενα θελω να ζησω, εσενα να υπηρετησω, εσυ εισαι η θρησκεια μου και μονο, θελω να ενωθουνε οι καρδιες μας, μαζι με σενα θελω να πεθανω, μαζι με σενα να καω θα ειναι ο παραδεισος για παντα της ψυχης μου.

All my tiny things


Διαβαζω βιβλια, βλεπω ταινιες, ακουω μουσικη. Και τα κανω όλα αυτά αυτά για να μου δωσουνε ζωη, γιατι η δικη μου δεν μου φτανει. Τιποτα δεν μπορει πραγματικα να με συγκηνησει, να με κανει να δακρυσω, να απορροφηθω και να ξεχασω για μια στιγμη  toν κοσμο αν δεν ειναι θλιμμενο. Για να μου αρεσει κατι, πρεπει πρωτα πρωτα να το καταλαβω, να γινω ενα μ’αυτο. Να ταυτιστω με ανθρωπους , να γευτω τα δακρυα τους , να ακουσω τους παλμους τους. Και για καποιο περιεργο λογο μονο τους θλιμενους ανθρωπους μπορω να νιωσω, τους πονεμενους και πληγωμενους, τους νικημενους και αδικιμενους, εκεινους τους φτωχους, τους ασχημους, τους περιθωριακους, εκεινους που περιγελουνε και περνουνε ολοι για τρελους, για ηλιθιους, εκεινους που ολοι μισουνε ή αγνοουνε, με τους απογοητευμενους, με τους απελπησμενους και απεγνωσμενους, ή καμια φορα μ’εκενους που ειναι ονειροπαρμενοι, με τους ιδεαλιστες, τους επανασταστες ακομα και τους φαντασιοπληκτους ή τους ρομαντικους. Σιγουρα ομως παντα με τραβουσαν πραγματα σκιερα, μουντα, παραμελημενα και παλια, ξεχασμενα, πραγματα, μονα που καθονταν στις γωνιες και εκλαιγαν σιγανα, από μεσα τους, με λυγμους, και θρηνουσαν μια ζωη χαμενη, ή ακομα χειροτερα μια ζωη που δεν εζησαν, πραγματα πεθαμενα, χωρις μελλον, επλιδες, ονειρα, βυθισμενα στο τελμα, στην φθορα, αυτά που παντα εμεναν στην αφανια, που ποτε δεν θελησε κανεις να γραψει μια ιστορια γι’αυτά, να τους πει ένα καλημερα,  αυτά που ποτε δεν ανοικαν καπου, για τετοια πραγματα, ερημα, γκριζα και προ παντων πραγματα μονα και χωρις αγαπη. Αυτά τα πραγματα νομιζα δικα μου, γιατι όλα αυτά τα πραγματα ημουν εγω.

Blow


Μπορει ενας ανθρωπος να ζει χωρις την καρδια του?
Η δικη μου καρδια βρισκεται μακρια. Την αφησα πισω μου προδομμενη και πικραμμενη. Την απογοητευσα.
Ηταν ενα μικρο κοριτσακι. H ψυχη της επεσε απο καποια γαλανα βασιλεια στα χωματα μας και τοτε της χαρισα την καρδια μου. Και της υποσχεθηκα πως δεν μπορω ν'αναπνευσω χωρις εκεινη. Της το υποσχεθηκα. Της ειπα πως δεν μπορω να μεινω μακρια, πως θα επιστρεψω. Και την παρακαλεσα να δειξει υπομονη γιατι τα πραγματα θα εφτιαχναν. Της ζητησα συγνωμη και την δεχτηκε γιατι κατα βαθως μ'αγαπουσε. Της υποσχεθηκα πως θα την παρω μαζι μου. Την παρακαλεσα να περιμενει. Και περιμενε.
Αλλα ποτε δεν γυρισα. Δεν την πηρα μαζι μου και δεν κρατησα την υποσχεση μου. Ειχα ορικιστει στην ζωη της. Απο τοτε δεν ξαναειδε ποτε τον πατερα της. Δεν με συγχωεσε ποτε. Μα δεν εφταιγα εγω. Η ζωη ειναι υπουλη, εκδικιτικη και αιμοβορα, αχορταγη. Σε παραπλανα και σε ζαλιζει με γλυκα τεχνασματα ως που περφτεις στην παγιδα της, πεταγεται απ'την γωνιά του δρομου σου και σε καρφωνει. Δεν μπορουσα να γυρισω πισω.
Πεθαινα λιγο λιγο μες τη γκριζα φυλακη μου, βυθιστηκα σε χρονια απεριγραπτης θλιψης, ενοχων και τυψεων. Ειχα αποτυχει. Ειχα χασει ο,τι αγαπουσα στην ζωη μου. Δεν ζουσα γιατι ελειπε εκεινη η μικρη μου. Ηταν μακρια και εκλαιγε. Και με μισουσε. Εχει περασει καιρος πολυ, εχουνε περασει δεκαετιες και γερναω νομιζω, το κοριτσακι μου θα εχει πια μεγαλωσει θα εχει γινει γυναικα. Πολλες φορες μεσα στην νεκρη πια υπαρξη μου την φανταζομαι, ψηλη, λεπτη, με ομορφα δαχτυλα και λαμπερα ματια, την φανταζομαι να ερχεται, να μου μιλαει και αλλες φορες νομιζω πως ειναι στ'αληθεια εκει, πραγματικη και ζωντανη την βλεπω να στεκεται μπροστα στην πορτα. Με επισκεφθηκε λεω. Επιτελους μ'επισκεφθηκε! Ειναι εδω.
Πλησιασα με τα ματια μου να τρεμοπαιζουν απ'τα δακρυα, μου χαμογελασε και ενιωσα την καρδια μου να χτυπα ξανα μετα απο τοσα χρονια, μου χαμογελασε και γελασε και τοτε ξαναθυμηθηκα το φως του ηλιου στον ουρανο. Την αγκαλιασα, αγκαλιασα το μονο πραγμα που αγαπουσα, την μονη ηλιαχτιδα μου σ'αυτον τον μουντο κοσμο. Της μιλησα, την κρατησα για λιγο απο το χερι και καθως την τραβηξα με μια χορευτικη κινηση εκεινη χαθηκε σαν συννεφο, σαν ατμος, σαν λευκο περιστερι μεσα απο τα χερια μου κι εγινε ανεμος.
Οχι ελπιζω να μην εχω χασει τα λογικα μου ακομη. Εχω χασει ομως την καρδια μου, το κοριτσι μου και τον εαυτο μου. Μονο την αγαπη μου γι'αυτη δεν ειχα χασει, την προδοσα μα ποτε δεν επαψα να την αγαπαω και ελπιζω πως κι εκεινη μ'αγαπα ακομα και μ'έχει συγχωρεσει. Μα δεν το εχει κανει. Δεν με επισκεφθηκε ποτε στ'αληθεια. Περασαν τα χρονια και δεν φανηκε, δεν ηρθε. Ουτε καν στα ονειρα μου. Εγω ημουν που την επλαθα στα δικα μου. Και θα πεθανω ξερω με την κενη μοναξια μου, στον υπνο μου καπου θα νιωσω το αρωμα της να με περιτυλιγει, να με σκεπαζει, θα μου απλωσει το λευκο της γυναικειο πια χερι να με παρει απο εδω, να μου δωσει πισω την καρδια μου φυλαγμενη στην αγνη και καθαρη ψυχη της, να μου την παραδωσει αθανατη για το τελευταιο μου ταξιδι.