Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

Κι εγω που μισουσα τους ανθρωπους,
τις ανουσιες συζητησεις και την παρεα τους.
Εγω που την μοναξια αγαπουσα,
την ησυχια και την σοφια της...
το δικο μου ονειρο στον κοσμο,
σ'αυτη τη συντομη, χλιαρη ζωη μου,
ειναι το αλλο μου μισο να βρω.
Ποσο κοινότυπο, κλισσε και παιδικο.
Μισουσα οσους το ελεγαν.
Ομως σκοπος στης ζωης δεν ειναι να ειμαστε ευτυχισμενοι?
Ε λοιπον... εγω μονο ετσι θα ειμαι,
με το αλλο μου μισο, που δεν ξερω αν ειναι μονο ενα, μπορει να μου λειπουν πολλα κομματια, αλλα σιγουρα εγω αυτο το ενα ελπιζω να συναντησω.
Και σιγουρα οταν μιλω για το αλλο μου μισο σκεφτεστε τον "ερωτα".
Οχι.
Ο ανθρωπος της ζωης μου θα ειναι ο φιλος μου.
Ποτε δεν ειχα φιλους.
Θελω καποιον πραγματικο φιλο. Που θα με αγαπησει περισσοτερο απο οποιονδηποτε.  Που θα πεθανει μαζι μου.

People are people

Και γυρνω εδω απ'οπου ξεκινησα.
Και παλι τα ιδια.

Μια απογοητευση η ζωη μου.
Καιρο ειχα να γευτω την πικρα των ανθρωπων.
Οι ανθρωποι...
Χωρις αυτους κλαιω γιατι ειμαι μονη.
Μ'αυτους μαζι παλι κλαιω γιατι ειμαι μονη.
Κακο σε μενα δεν εχουν κανει.
Οχι, δεν εχουν κανει τιποτα.
Το μεγαλυτερο δηλαδη κακο.
Τιποτα.
Καθονται, γελανε, προσπερνανε
ασυναίσθητα...
πεφτει το βλεμμα τους στο δρομο, στο παγκακι, σε μενα.
και προχωρανε.

Λεω να μπω στην κουβεντα.
Παρατηρω να μαθω τις κινησεις τους
να μαθω τους ανθρωπους.
Για να τους μιμηθω μετα, να κανω πως τους μοιαζω
για να μην καταλαβουν πως εγω δεν ειμαι σαν αυτους.
Υποκρινομαι συχνα μα...
τοσο ξενος σε μενα αυτος ο ρολος.
Τουλαχιστον γελανε τωρα και μαζι μου
ειμαι ο κλοουν της παρεας, η ρηχη κι ηλιθια.
Προσπαθω να ειμαι
τουλαχιστον ετσι.
Μονο αυτο μπορω να πετυχω.
αλλιως,
μενω βαρετη, κοινη και κρυα.
Μισω αυτου τους ειδους τους ανθρωπους.
Δεν θελω να γινω σαν αυτους.
Μα φοβαμαι πως πως ειμαι ηδη.
Οι ανθρωποι ειναι κατι το αηδιαστικο, κατι το τρομερο. Ενα μυστηριο αλλοκοτο που δεν μπορω να καταννοησω.
Γκρινιαζω για τη μοναξια μου, ομως ειναι κατι τετοιες στιγμες σαν σημερα που μου λειπει. Γυρνω στο αδειο σπιτι, αφηνω το μυαλο μου ν'αδειασει, αφηνομαι στην ζεστασια της μοναξιας που την ειχα υποτιμησει, την αφηνω να παρει απο πανω μου το βαρος των ανθρωπων, την γελοιοτητα, την γραφικοτητα τους. Ειμαι καταδικασμενη να ζω αναμεσα τους. Ειμαι καταδικασμενη να περιφερομαι σαν φαντασμα, χωρις να με προσεχουν, αδιαφορωντας και αγνοωντας με, μα εγω ειμαι υποχρεωμενη να τους ανεχομαι.

The wedding

Η νυφη ερχεται μαζι με τη κασα της
στα κοκκινα ειναι ντυμενη
ντροπη της
δεν ξερει οτι παει σε κηδεια
στη δικη της κηδεια
θα την σκοτωσει ο ντρας της αφου
γεννησει ενα παιδι που θα πεθανει
θα πεθανει
και θα την φανε
ολοι μαζι
θα την φανε οι συγγενεις
αφου πρωτα ο αντρας την την σκοτωσει
υστερα ολοι μαζι θα την φανε
μολις φυγουν απο την κηδεια
ο γαμπρος ενα πτωμα πατνρευεται
που δεν αναπνει ηδη
η ομορφια της τους τρομαζε
τους τρομαζε
το φεγγαρι της εδωσε τα λουλουδια
το φεγγαρι της τα εδωσε
την καρδια της φαγανε και το κεφαλι
ηπιανε το αιμα
τα κοκαλα στα σκυλια τα πεταξανε

κανεις σας δεν τους βλεπει?

Τhe feel after the rain - Τhe wake after the death

Θυμαμαι τον ουρανο... μετα μαυρα συννεφα να τον γεμιζουν απο δεξια κι αριστερα, σαν δυο αντιπαλες παραταξεις, να συγκλινουν επιθετικα κι οργισμενα, να συγκρουονται, μετα μία λαμψη λευκή να γεμιζει τον ουρανο και τον ηχο της βροντης που παραλιγο να 'σπαγε το τυμπανο μου.
Σιγα σιγα ξυπναω. Το σωμα μου ξαπλωμενο, ισιo, υγρο. Στην ανασα μου νιωθω την οσμη του βρεγμενου χωματος, του ξυλου, την δροσια των φυλλωματων των δεντρων και σφιγγοντας αργα τις χουφτες μου μαζευω κομματια απο φλουδες  φλοιων και τσακισμενα χορταρακια. Προσπαθω ν'ακουσω την καρδια μου μηπως χτυπα. Ακουω φωνες στο βαθος, κραυγες και γέλια παιδικά, τ' ακουω να αντηχουν απο μακρια και να φτανουν σε μενα με αντιλαλο. Ανοιγω διστακτικα τα ματια μου μα τα ξανακλεινω στιγμιαια. Για λιγη ωρα τα αφηνω να τρεμοπαιξουν μεχρι να συνιθισουν στο φως που τρυπωνει μεσα απ'τα κλαδια στο μισοσκοταδο. Λιγο παραπερα το εδαφος επιπεδο, αναμιχτο με χορτα και λασπη, ποδοπατημενο. Με δυσκολια διακρυνονται καποιες μαργαριτες θαμμενες κατω απ'τις αγριαδες. Και οσο η ματια μου εκετεινεται παραπερα πεφτει πανω σε σκιερες, ψιλολιγνες φυγουρες που χορευουν ρυθμικα κι απαλα, αρμονικα στη σειρα, σαν να σιγοτραγουδουν καποια μελωδια πενθιμη, σαν να μοιρολογουν ή να νανουριζουν καποιο μωρο, ομως ειναι κυππαρισια που γερνουνε παραδομενα στην φορα του ανεμου σκεπαζοντας ετσι την γραμμη του οριζοντα. Τον οριζοντα, με τις μυτερες κορυφες τους κανουνε τωρα να μοιαζει με δοντια, με πριονι που ετοιμαζεται να φαει αργα αργα τον ουρανο.
Εχω ξεχασει κατι... δεν μπορω να θυμηθω τι. Αν το θυμηθω νομιζω κατι θα αλλαξει.
Περα, ψηλα, πολυ μακρυα κατι φωτιζει. Δεν ξερω αν ειναι ηλιος ή φεγγαρι, γιατι βλεπω τα παντα γκριζα. . Εχω βαθια μεσα μου ενα αισθημα θανατου, μια αμηδρη, θολη και αχνη αναμνηση πως καποιος, κατι εχει πεθανει και δεν θυμαμαι αν ειναι λυπηρο ή οχι.

Καλοκαιρνή Μέρα

Γυρισαμε παλι εδω... για πολλοστη φορα.
Κοντα στη θαλασσα, στο πρασινο και στον καθαρο αερα.
Μα κατι ειναι διαφορετικο, κατι μεσα μου ισως.
Εφυγαν και καποιες παρεες που ειχα.
Ειμαι χαρουμενη, ισως πιο αναισθητη.
Τα τριανταφυλλα ειναι ασπρα... και κιτρινα,
θελαμε κοκκινα στον κηπο αλλα μας βγηκαν κιτρινα.
Εμενα μου αρεσουν πιο πολυ, οχι στη μαμα μου ομως.
Το ποδηλατο μου ειναι χαλασμενο, ηθελα να κανω βολτα.
Δεν μου ελειψε τιποτα, να σηκωθουμε να φυγουμε οσο πιο γρηγορα.
Αναγκαστικά με φεραν εδω για την Ανασταση.
Αλλα ευκαιρια ειναι χωρις ιντερνετ μπας και διαβασω.
Ο γειτονας μας απεναντι πεθανε.
Ξεβαψαν και τα νυχια μου.
Βαριεμαι.