Θυμαμαι τον ουρανο... μετα μαυρα συννεφα να τον γεμιζουν απο δεξια κι αριστερα, σαν δυο αντιπαλες παραταξεις, να συγκλινουν επιθετικα κι οργισμενα, να συγκρουονται, μετα μία λαμψη λευκή να γεμιζει τον ουρανο και τον ηχο της βροντης που παραλιγο να 'σπαγε το τυμπανο μου.
Σιγα σιγα ξυπναω. Το σωμα μου ξαπλωμενο, ισιo, υγρο. Στην ανασα μου νιωθω την οσμη του βρεγμενου χωματος, του ξυλου, την δροσια των φυλλωματων των δεντρων και σφιγγοντας αργα τις χουφτες μου μαζευω κομματια απο φλουδες φλοιων και τσακισμενα χορταρακια. Προσπαθω ν'ακουσω την καρδια μου μηπως χτυπα. Ακουω φωνες στο βαθος, κραυγες και γέλια παιδικά, τ' ακουω να αντηχουν απο μακρια και να φτανουν σε μενα με αντιλαλο. Ανοιγω διστακτικα τα ματια μου μα τα ξανακλεινω στιγμιαια. Για λιγη ωρα τα αφηνω να τρεμοπαιξουν μεχρι να συνιθισουν στο φως που τρυπωνει μεσα απ'τα κλαδια στο μισοσκοταδο. Λιγο παραπερα το εδαφος επιπεδο, αναμιχτο με χορτα και λασπη, ποδοπατημενο. Με δυσκολια διακρυνονται καποιες μαργαριτες θαμμενες κατω απ'τις αγριαδες. Και οσο η ματια μου εκετεινεται παραπερα πεφτει πανω σε σκιερες, ψιλολιγνες φυγουρες που χορευουν ρυθμικα κι απαλα, αρμονικα στη σειρα, σαν να σιγοτραγουδουν καποια μελωδια πενθιμη, σαν να μοιρολογουν ή να νανουριζουν καποιο μωρο, ομως ειναι κυππαρισια που γερνουνε παραδομενα στην φορα του ανεμου σκεπαζοντας ετσι την γραμμη του οριζοντα. Τον οριζοντα, με τις μυτερες κορυφες τους κανουνε τωρα να μοιαζει με δοντια, με πριονι που ετοιμαζεται να φαει αργα αργα τον ουρανο.
Εχω ξεχασει κατι... δεν μπορω να θυμηθω τι. Αν το θυμηθω νομιζω κατι θα αλλαξει.
Περα, ψηλα, πολυ μακρυα κατι φωτιζει. Δεν ξερω αν ειναι ηλιος ή φεγγαρι, γιατι βλεπω τα παντα γκριζα. . Εχω βαθια μεσα μου ενα αισθημα θανατου, μια αμηδρη, θολη και αχνη αναμνηση πως καποιος, κατι εχει πεθανει και δεν θυμαμαι αν ειναι λυπηρο ή οχι.
Σιγα σιγα ξυπναω. Το σωμα μου ξαπλωμενο, ισιo, υγρο. Στην ανασα μου νιωθω την οσμη του βρεγμενου χωματος, του ξυλου, την δροσια των φυλλωματων των δεντρων και σφιγγοντας αργα τις χουφτες μου μαζευω κομματια απο φλουδες φλοιων και τσακισμενα χορταρακια. Προσπαθω ν'ακουσω την καρδια μου μηπως χτυπα. Ακουω φωνες στο βαθος, κραυγες και γέλια παιδικά, τ' ακουω να αντηχουν απο μακρια και να φτανουν σε μενα με αντιλαλο. Ανοιγω διστακτικα τα ματια μου μα τα ξανακλεινω στιγμιαια. Για λιγη ωρα τα αφηνω να τρεμοπαιξουν μεχρι να συνιθισουν στο φως που τρυπωνει μεσα απ'τα κλαδια στο μισοσκοταδο. Λιγο παραπερα το εδαφος επιπεδο, αναμιχτο με χορτα και λασπη, ποδοπατημενο. Με δυσκολια διακρυνονται καποιες μαργαριτες θαμμενες κατω απ'τις αγριαδες. Και οσο η ματια μου εκετεινεται παραπερα πεφτει πανω σε σκιερες, ψιλολιγνες φυγουρες που χορευουν ρυθμικα κι απαλα, αρμονικα στη σειρα, σαν να σιγοτραγουδουν καποια μελωδια πενθιμη, σαν να μοιρολογουν ή να νανουριζουν καποιο μωρο, ομως ειναι κυππαρισια που γερνουνε παραδομενα στην φορα του ανεμου σκεπαζοντας ετσι την γραμμη του οριζοντα. Τον οριζοντα, με τις μυτερες κορυφες τους κανουνε τωρα να μοιαζει με δοντια, με πριονι που ετοιμαζεται να φαει αργα αργα τον ουρανο.
Εχω ξεχασει κατι... δεν μπορω να θυμηθω τι. Αν το θυμηθω νομιζω κατι θα αλλαξει.
Περα, ψηλα, πολυ μακρυα κατι φωτιζει. Δεν ξερω αν ειναι ηλιος ή φεγγαρι, γιατι βλεπω τα παντα γκριζα. . Εχω βαθια μεσα μου ενα αισθημα θανατου, μια αμηδρη, θολη και αχνη αναμνηση πως καποιος, κατι εχει πεθανει και δεν θυμαμαι αν ειναι λυπηρο ή οχι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου