Βαθιά ντροπη νιωθω για το ειδος που λενε πως ανηκω.
Μακαρι ο κοσμος ενας βόλος να 'τανε στο χερι μου,
και να τον επνιγα μεσα σε λεκανη με φαρμακι.
Γεννηθηκα...
για να με πεταξουν σε λακο με σκουλικια, να καταπινει το ενα τ'αλλο.
Τα σιχαμενα τους μυαλα ειναι ανημπορα να δουν την ομορφια.
Τα σιχαμενα τους μυαλα μπερδευουν τους βαλτους με τις θαλασσες
μπερδευουν τα αγκαθια με τα ανθη
τις πληγες ανοιγουνε και σκαλιζουνε, νομιζουνε πως τις θεραπευουνε,
τα παιδια τους καταπινουνε, νομιζουνε πως τ'αγαπουν,
σκλαβοι ειναι, νομιζουνε πως ειναι ελευθεροι,
τον "θεο" λατρεουνε ενω ειναι ο διαολος που περισσοτερο του μοιαζει
Μολυνουν καθε τι αγνο.
Το μονο αγνο ειναι το μισος προς καθε τι ανθρωπινο,
Μακαρι να βαζα φωτια, να καθαρισει τουτο τον ιο.
Οικογενεια και φιλοι, να τους δω να καιγονται, να λιωνουν.
Αναποδα να τους κρεμασω ζωντανους ακομα
τα σαπια πτωματα τους τα σκυλια ας φανε
κι εγω θα ζαλιζομαι γλυκα απο τη μυρωδια του αιματος στον αερα.
Θα κλαψω... αλλα απο συγκινηση κι απο χαρα.
Μικοι μεγαλοι παιδια και γεροι,
αξιζει στους ανθρωπους ενα τετοιο τελος.
Νεοι να ψοφισουνε καλυτερα ακομα.
Κοκκινα τα δακρυα και καμια ανασταση δεν μελλεται για σας.
Αν ηταν θα τους εκοβα χαρτινα ανθρωπακια
τοσο μικρα οσο και η ψυχη τους.
Μιλουν, μιλουν συνεχεια, καθε λεξη τους σκουπιδι.
Καθε λεξη τους λεπιδι που εχω ακομα πανω μου και με σκιζει
Γιατι πρωτοι σκοτοσαν κατι μεσα μου σαν δολοφονοι
Μπορει να ναι ζωντανοι ακομη,
μα μεσα μου τους θαβω καθε μερα με χωμα βαρυ και μαυρο.
Μεσα μου καθε μερα τους σκοτωνω, τρωω τις σαρκες τους και τους τελειωνω.
Κι ειναι ο κοσμος πια για μενα, ενα τεραστειο νεκροταφειο
Μακαρι ο κοσμος ενας βόλος να 'τανε στο χερι μου,
και να τον επνιγα μεσα σε λεκανη με φαρμακι.
Γεννηθηκα...
για να με πεταξουν σε λακο με σκουλικια, να καταπινει το ενα τ'αλλο.
Τα σιχαμενα τους μυαλα ειναι ανημπορα να δουν την ομορφια.
Τα σιχαμενα τους μυαλα μπερδευουν τους βαλτους με τις θαλασσες
μπερδευουν τα αγκαθια με τα ανθη
τις πληγες ανοιγουνε και σκαλιζουνε, νομιζουνε πως τις θεραπευουνε,
τα παιδια τους καταπινουνε, νομιζουνε πως τ'αγαπουν,
σκλαβοι ειναι, νομιζουνε πως ειναι ελευθεροι,
τον "θεο" λατρεουνε ενω ειναι ο διαολος που περισσοτερο του μοιαζει
Μολυνουν καθε τι αγνο.
Το μονο αγνο ειναι το μισος προς καθε τι ανθρωπινο,
Μακαρι να βαζα φωτια, να καθαρισει τουτο τον ιο.
Οικογενεια και φιλοι, να τους δω να καιγονται, να λιωνουν.
Αναποδα να τους κρεμασω ζωντανους ακομα
τα σαπια πτωματα τους τα σκυλια ας φανε
κι εγω θα ζαλιζομαι γλυκα απο τη μυρωδια του αιματος στον αερα.
Θα κλαψω... αλλα απο συγκινηση κι απο χαρα.
Μικοι μεγαλοι παιδια και γεροι,
αξιζει στους ανθρωπους ενα τετοιο τελος.
Νεοι να ψοφισουνε καλυτερα ακομα.
Κοκκινα τα δακρυα και καμια ανασταση δεν μελλεται για σας.
Αν ηταν θα τους εκοβα χαρτινα ανθρωπακια
τοσο μικρα οσο και η ψυχη τους.
Μιλουν, μιλουν συνεχεια, καθε λεξη τους σκουπιδι.
Καθε λεξη τους λεπιδι που εχω ακομα πανω μου και με σκιζει
Γιατι πρωτοι σκοτοσαν κατι μεσα μου σαν δολοφονοι
Μπορει να ναι ζωντανοι ακομη,
μα μεσα μου τους θαβω καθε μερα με χωμα βαρυ και μαυρο.
Μεσα μου καθε μερα τους σκοτωνω, τρωω τις σαρκες τους και τους τελειωνω.
Κι ειναι ο κοσμος πια για μενα, ενα τεραστειο νεκροταφειο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου